ηστός

ηστός
ἡστός, -ή, -όν (Α)
ηδονικός, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ- (τού ήδομαι, πρβλ. ησ-θήσομαι) + κατάλ. -τος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡστός — in de An. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡστόν — ἡστός in de An. masc acc sg ἡστός in de An. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡστοῖς — ἡστός in de An. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡστοῦ — ἡστός in de An. masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡστήν — ἡστός in de An. fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ησθ' — ἡστά , ἡστός in de An. neut nom/voc/acc pl ἡστά̱ , ἡστός in de An. fem nom/voc/acc dual ἡστά̱ , ἡστός in de An. fem nom/voc sg (doric aeolic) ἡστέ , ἡστός in de An. masc voc sg ἡσταί , ἡστός in de An. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνηστος — και δειπνηστός, ο (Α) η ώρα τού δείπνου, τού βραδινού φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + (θ.) εδ (του ρ. εσθίω «τρώγω» πρβλ. άρι σ τον*). Το η τού τύπου είναι προϊόν τού νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δορπ ηστός)] …   Dictionary of Greek

  • ηστικός — ἡστικός, ή, όν (Α) [ηστός] ηδονικός, ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... ἡστικὼς (Α) ευάρεστα, ηδονικά …   Dictionary of Greek

  • πάνηστος — και δ. γρφ. πάνιστος, ον, Α πολύ ευάρεστος, εξαιρετικά ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡστός «ευχάριστος» (< ἥδομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”